- αμνημονώ
- ἀμνημονῶ (-έω) (Α) [ἀμνήμων]1. είμαι αμνήμων, δεν θυμάμαι2. ξεχνώ, λησμονώ3. δεν κάνω μνεία, δεν αναφέρω κάποιον ή κάτι, παρασιωπώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμνημονῶ — ἀμνημονέω to be unmindful pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀμνημονέω to be unmindful pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμνήμων — ἀμνήμων ( ονος), ον (ΑΝ) 1. αυτός που δεν έχει μνήμη, που λησμονεί, επιλήσμων, ξεχασιάρης 2. αυτός που λησμονεί τις ευεργεσίες που έχει δεχθεί, αγνώμων, αχάριστος αρχ. 1. αυτός που έπεσε σε λήθη, ο λησμονημένος 2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ… … Dictionary of Greek